κοκκινομάτης

κοκκινομάτης
ο, θηλ. -α
αυτός που τα μάτια του είναι κοκκινωπά από κλάμα, αϋπνία ή άλλη αιτία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοκκινομάτης, -α, -ικο — που έχει τα μάτια του κόκκινα (από αϋπνία, κλάμα κ.λ.π.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοκκινόμματος — κοκκινόμματος, η, ο(ν) (Μ) κοκκινομάτης, με κοκκινισμένα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + όμματος (< ὄμμα, ατος «μάτι»), πρβλ. γλαυκ όμματος, ωχρ όμματος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”